ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομόζυγος — η, ο (ΑΜ ὁμόζυγος, ον) 1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.) 2. σύζυγος νεοελλ. βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος ομοζυγώτης αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
μεσογειακή αναιμία — Κληρονομούμενη μορφή αιμολυτικής αναιμίας, που οφείλεται σε γενετική διαταραχή της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης (θαλασσαναιμία) και χαρακτηρίζεται από ελάττωση ή πλήρη κατάργηση της β αλυσίδας (β θαλασσαναιμία), που έχει ως αποτέλεσμα την άνιση… … Dictionary of Greek